Σαφές μήνυμα ότι το επόμενο βήμα της Ελλάδας στην ενεργειακή μετάβαση είναι η σταθεροποίηση του συστήματος ώστε να καταστούν τα νέα έργα χρηματοδοτήσιμα, έστειλε ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς, μιλώντας στο 9ο Southeast Europe Energy Forum. Όπως επισήμανε, η χώρα πέτυχε μια ταχεία επέκταση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), αλλά χρειάζεται επενδύσεις ύψους 30 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 για να μετατραπεί αυτή η «έκρηξη» σε ένα σταθερό και ανταγωνιστικό ενεργειακό σύστημα που θα στηρίζεται σε δίκτυα, αποθήκευση και σύγχρονη παραγωγή.
«Να μην γίνουμε θύματα της επιτυχίας μας»
Ο κ. Μυλωνάς υπογράμμισε ότι η βασική πρόκληση σήμερα είναι η αποφυγή του κινδύνου να μετατραπεί η επιτυχία της χώρας σε παγίδα:
«Το υψηλό μερίδιο ΑΠΕ, χωρίς την απαραίτητη αρχιτεκτονική αγοράς, αυξάνει τη μεταβλητότητα στις τιμές, δημιουργεί λειτουργικές τριβές και απειλεί τη χρηματοδότηση νέων έργων σε ΑΠΕ, αποθήκευση και φυσικό αέριο στον μεταβατικό του ρόλο ως “υποδομή ασφαλείας”».
Η εικόνα των τελευταίων ετών είναι χαρακτηριστική: οι ΑΠΕ εξελίχθηκαν από «συμπληρωματική» σε κύρια πηγή παραγωγής, καλύπτοντας το 43% της ηλεκτροπαραγωγής το 2024 (έναντι 24% το 2019). Αυτό όμως δυσχεραίνει την εξισορρόπηση του συστήματος, που εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τον καιρό. Οι συνέπειες είναι έντονες διακυμάνσεις στις τιμές – ακόμα και μηδενικές ή αρνητικές τιμές – αλλά και περικοπές παραγωγής.
Την ίδια στιγμή, η χαμηλή διείσδυση μακροχρόνιων συμβολαίων σταθερής τιμής στην Ελλάδα (PPAs) μεταφέρει αυτή τη μεταβλητότητα σχεδόν άμεσα στην πραγματική οικονομία. Ο κ. Μυλωνάς προειδοποίησε ότι όσο αυξάνεται η εξάρτηση από τις ΑΠΕ, τόσο θα εντείνεται το πρόβλημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είπε, αποτελεί το blackout στην Ισπανία τον Απρίλιο του 2025, που ανέδειξε την ευθραυστότητα ενός συστήματος χωρίς επαρκή ολιστικό σχεδιασμό.
Προτεραιότητες για το νέο πλαίσιο αγοράς
Σύμφωνα με τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΕΤΕ, όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς συγκλίνουν πλέον στην ανάγκη για ένα επικαιροποιημένο πλαίσιο αγοράς ενέργειας, με πέντε συγκεκριμένες προτεραιότητες:
- Αναβάθμιση δικτύου και διασυνδέσεων με δεσμευτικά χρονοδιαγράμματα. Οι διασυνοριακές δυνατότητες εξαγωγής της Ελλάδας (4,5%) υπολείπονται σημαντικά του στόχου 15% για το 2030, ενώ και το εσωτερικό δίκτυο παραμένει κορεσμένο σε κρίσιμα σημεία.
- Αύξηση ζήτησης ηλεκτρισμού μέσω ταχύτερης διείσδυσης του εξηλεκτρισμού σε μεταφορές και θέρμανση. Το μερίδιο ηλεκτρισμού στην τελική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί από 26% σήμερα σε 37% το 2030.
- Ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης. Παρά την ύπαρξη πλαισίου αποζημίωσης ετοιμότητας, η πρόοδος είναι περιορισμένη: σήμερα υπάρχουν έργα μόλις 0,8 GW, έναντι αναγκών που υπολογίζονται στα 8 GW, ενώ οι διαδικασίες αδειοδότησης παραμένουν χρονοβόρες.
- Εκσυγχρονισμός εργαλείων βραχυπρόθεσμης εξισορρόπησης με εφαρμογή προηγμένων μεθόδων προσδιορισμού εφεδρειών (probabilistic dimensioning) και αξιοποίηση «έξυπνων» μετρητών (smart meters).
- Ασφάλιση τιμών και διασφάλιση εσόδων μέσω εργαλείων όπως οι Διμερείς Συμφωνίες Ενέργειας (PPAs) και τα Συμβόλαια Διαφοράς (CfDs). Στο πλαίσιο αυτό, κρίσιμος παραμένει ο ρόλος των μονάδων φυσικού αερίου (CCGTs), οι οποίες λειτουργούν λιγότερες ώρες αλλά είναι απαραίτητες ως εφεδρείες ασφαλείας. Γι’ αυτό, όπως είπε, είναι αναγκαία η εισαγωγή σχημάτων αποζημίωσης για την ετοιμότητά τους.
Ο ρόλος των τραπεζών
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο κ. Μυλωνάς επανέλαβε πως η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις 30 δισ. ευρώ έως το 2030 για να αποκτήσει ένα σταθερό και ανταγωνιστικό ενεργειακό σύστημα. Οι τράπεζες, με την Εθνική Τράπεζα στην πρώτη γραμμή, προτίθενται να χρηματοδοτήσουν σημαντικό μέρος αυτών των επενδύσεων.
Ωστόσο, έθεσε ως προϋπόθεση ένα σταθερό πλαίσιο κανόνων και προβλέψιμες ταμειακές ροές. Συγκεκριμένα, απαιτούνται:
- Σαφή κίνητρα για επενδύσεις σε αποθήκευση και μονάδες ασφάλειας.
- Δεσμευτικές ημερομηνίες για έργα δικτύου και διασυνδέσεις.
- Επιτάχυνση αδειοδοτήσεων ώστε να υλοποιούνται εγκαίρως τα έργα.
«Υπό αυτές τις προϋποθέσεις», τόνισε, «το κόστος χρηματοδότησης θα μειωθεί, οι εκταμιεύσεις κεφαλαίων θα επιταχυνθούν και η Ελλάδα θα διασφαλίσει πρωταγωνιστική θέση στην ευρωπαϊκή πορεία πράσινης μετάβασης».